μούγγρισμα

μούγγρισμα
το
βλ. μούγκρισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βογγητό — και βογγητιό, το 1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα 2. υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό < (ρ.) βογγώ ή < γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός < γογγώ < γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό <… …   Dictionary of Greek

  • μούγκρισμα — και μούγγρισμα, το (Μ μούγκρισμα) [μουγκρίζω] μουγκρητό, μουγκανητό, βρυχηθμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”